- ἀλῄστευτος
- ἀ-λῄστευτος, nicht geplündert
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλήστευτος — η, ο (Α ἀλῄστευτος, ον) [ληστεύω] 1. αυτός που δεν ληστεύθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ληστευθεί 2. αυτός που δεν κακοποιήθηκε, δεν αδικήθηκε … Dictionary of Greek
αλήστευτος, -η — ο αυτός που δε ληστεύτηκε: Οι εισβολείς δεν άφησαν αλήστευτες ούτε τις εκκλησίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιάρπαστος — η, ο (Α ἀδιάρπαστος, ον) [διαρπάζω] αυτός που δεν διαρπάστηκε, που δεν λεηλατήθηκε, αλεηλάτητος, ασύλητος, αδιαγούμιστος, αλήστευτος … Dictionary of Greek
ԱՆԳՈՂԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0127 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 13c ա. ԱՆԳՈՂԱԿԱՆ ԱՆԳՈՂԱՆԱԼԻ. ἁλήστευτος Զոր կամ ուստի չկարէ ոք գողանալ. ... *Յանգողական տեղւոջն եդիր. Ոսկ. մ. ՟Բ. 6: *Մնասցէ անգողանալի. Վրդն. դան.: *Զմիտս ունել անգողանալի. Կլիմաք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆԳՈՂԱՆԱԼԻ — (լւոյ, եաց) NBH 1 0127 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 13c ա. ԱՆԳՈՂԱԿԱՆ ԱՆԳՈՂԱՆԱԼԻ. ἁλήστευτος Զոր կամ ուստի չկարէ ոք գողանալ. ... *Յանգողական տեղւոջն եդիր. Ոսկ. մ. ՟Բ. 6: *Մնասցէ անգողանալի. Վրդն. դան.: *Զմիտս ունել անգողանալի.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)